- θραυσμός
- ὁ (ΑΜ θραυσμός) [θραύω]νεοελλ.(ορυκτ.) η εμφάνιση σε ένα ορυκτό επιφανειών που αποχωρίζονται σε διευθύνσεις διαφορετικές από εκείνες τών επιπέδων σχισμούμσν.-αρχ.το σπάσιμο, η σύντριψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θραυσμός — breaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυσμῶν — θραυσμός breaking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυσμόν — θραυσμός breaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
ՍՈՍԿՈՒՄՆ — (կման.) NBH 2 0728 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. φρίξ, φρίκη, φρικασμός, θραυσμός horror περίφριξις refrixio, frigor. Սոսկալն. դողումն. սարսափումն. քստմնութիւն. ահ. ահաւիրք. եւ Սարսռումն ʼի ցրտոյ. ահուդող. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)